- υποκατάστατος
- -η, -ο / ὑποκατάστατος, -ον, ΝΜΑ [ὑποκαθίστημι]αυτός που έχει υποκαταστήσει κάποιον, αντικαταστάτης, αναπληρωτήςνεοελλ.1. (νομ.) δεύτερος κληρονόμος που ορίζεται σε περίπτωση που ο πρώτος δεν αποδέχεται την κληρονομία2. το ουδ. ως ουσ. το υποκατάστατοκαθετί που μπορεί να αντικαταστήσει κάτι άλλο ή που προσφέρεται ή παρέχεται στη θέση άλλου («η σεξουαλική ελευθερία προάγεται ως υποκατάστατο τής οικονομικής και πολιτικής ελευθερίας»)3. φρ. «υποκατάστατα αγαθά»(οικον.) αγαθά τα οποία παρέχουν τη δυνατότητα, σε ορισμένο βαθμό, υποκατάστασης τού ενός στη θέση τού άλλου, όπως είναι λ.χ. το βούτυρο και η μαργαρίνη.
Dictionary of Greek. 2013.