υποκατάστατος

υποκατάστατος
-η, -ο / ὑποκατάστατος, -ον, ΝΜΑ [ὑποκαθίστημι]
αυτός που έχει υποκαταστήσει κάποιον, αντικαταστάτης, αναπληρωτής
νεοελλ.
1. (νομ.) δεύτερος κληρονόμος που ορίζεται σε περίπτωση που ο πρώτος δεν αποδέχεται την κληρονομία
2. το ουδ. ως ουσ. το υποκατάστατο
καθετί που μπορεί να αντικαταστήσει κάτι άλλο ή που προσφέρεται ή παρέχεται στη θέση άλλου («η σεξουαλική ελευθερία προάγεται ως υποκατάστατο τής οικονομικής και πολιτικής ελευθερίας»)
3. φρ. «υποκατάστατα αγαθά»
(οικον.) αγαθά τα οποία παρέχουν τη δυνατότητα, σε ορισμένο βαθμό, υποκατάστασης τού ενός στη θέση τού άλλου, όπως είναι λ.χ. το βούτυρο και η μαργαρίνη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υποκατάστατος — η, ο ο τοποθετημένος στη θέση άλλου, ο αντικαταστάτης, ο αναπληρωτής: Το καινούριο ελαστικό είναι υποκατάστατο του παλιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑποκατάστατον — ὑποκατάστατος obstinatus masc/fem acc sg ὑποκατάστατος obstinatus neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκαταστάτοις — ὑποκατάστατος obstinatus masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκαταστάτους — ὑποκατάστατος obstinatus masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκαταστάτων — ὑποκατάστατος obstinatus masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυυποκατεστημένος — η, ο, Ν χημ. (ιδίως για οργανική ένωση) αυτός που προκύπτει από την αντικατάσταση περισσότερων τού ενός ατόμων υδρογόνου ενός υδρογονάνθρακα από άλλα άτομα ή ρίζες. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. polysubstitue (< πολυ * +… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”